τυμβοποιός

τυμβοποιός
τυμβο-ποιός, ,
A grave-digger, Dialex.1.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τυμβοποιός — ὁ, Α αυτός που κατασκευάζει τάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • τυμβοποιοῖς — τυμβοποιός grave digger masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”